- σπόριμος
- σπόριμος, ον (s. σπείρω, σπορά, and σπόρο; X. et al.; IG XII, 3, 344; 345; pap, LXX) pert. to being sown, sown, subst. τὰ σπόριμα standing grain, grain fields (Ps.-Aeschines, Ep. 9, 1; SibOr 8, 181; Geopon. 1, 12, 37; PLond II, 413, 14f p. 302 ἐπιδὴ τὰ δορκάδια ἀφανίζουσειν τὸ [read τὰ] σπόριμα) Mt 12:1; Mk 2:23; Lk 6:1.—BMurmelstein, Jesu Gang durch d. Saatfelder: Αγγελος III, 1930, 111–20.—DELG s.v. σπείρω. M-M. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.